ξενοδουλεύω

ξενοδουλεύω
αμετ.
1) работать на другого; 2) прислуживать; работать прислугой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξενοδουλεύω" в других словарях:

  • ξενοδουλεύω — βλ. πίν. 17 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξενοδουλεύω — 1. δουλεύω ως υπάλληλος ή εργάτης άλλου 2. εργάζομαι με ημερομίσθιο, ιδίως σε περιστασιακές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δουλεύω] …   Dictionary of Greek

  • ξενοδουλεύω — ξενοδούλεψα 1. εργάζομαι ως εργάτης ή υπάλληλος. 2. εργάζομαι ως βοηθός ή υπηρέτης σε κάποιον: Ξενοδουλεύει για να ζήσει τα παιδιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξενοδουλευτής — ο, θηλ. ξενοδουλεύτρα [ξενοδουλεύω] 1. αυτός που ξενοδουλεύει, που ζει από την εργασία του σε ξένους εργοδότες 2. το θηλ. γυναίκα που προσφέρει με αμοιβή την εργασία της σε ξένα σπίτια, παραδουλεύτρα …   Dictionary of Greek

  • ξενοδούλι — το εργασία σε ξένους εργοδότες. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξενοδουλεύω (πρβλ. μεροδούλι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»